- τσουπί
- το1. μικρή τσούπα (βλ. λ.), κοριτσάκι, κοπελίτσα.2. χοντρόμαλλο ύφασμα για το στίψιμο του λαδιού.3. είδος σταφυλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσουπί — το, Ν [τσούπα] 1. υποκορ. τού τσούπα 2. μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται για το στείψιμο τών ελιών 3. είδος σταφυλιού … Dictionary of Greek